- πολφικός
- -ή, -ό, Ν [πολφός]ιατρ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολφό τού δοντιού2. φρ. «πολφικός θάλαμος» — κοιλότητα στο κέντρο τής μύλης, τού εκτός τής ρίζας τμήματος τού δοντιού, που καλύπτεται από τα ούλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.